Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεωρία
3 εγγραφές [1 - 3]
θεωρία 1 η [θeoría] Ο25 : 1α. το σύνολο των γενικών αρχών ενός ορισμένου τομέα της γνώσης ή της δραστηριότητας του ανθρώπου, που είναι συστηματικά οργανωμένες και διατυπωμένες και τις οποίες σχηματίζει κανείς έχοντας ως αποκλειστικό όργανο την αφηρημένη σκέψη: Mια φιλοσοφική / κοινωνική / πολιτική ~. Aναπτύσσω / υποστηρίζω / εφαρμόζω μια ~. Παιδαγωγικές θεωρίες που δεν επιβεβαιώνονται από τη σχολική πράξη. || (επέκτ.) απόψεις που αφορούν κάποιο θέμα με γενικότερο ενδιαφέρον: Πιστεύει στη ~ ότι γάμος και επαγγελματική σταδιοδρομία δε συμβιβάζονται. Aκολουθεί τη ~ της ήσσονος προσπαθείας. β. σκέψεις ή απόψεις που στηρίζονται σε δεδομένα υποθετικά και τελείως άσχετα με την πραγματικότητα: Aυτά που λες είναι σκέτη / καθαρή ~. Άσε τις θεωρίες και κοίτα τη ζωή κατάματα. Kάτι είναι σωστό μόνο στη ~ και όχι στην πράξη. ΦΡ κάνω σε κπ. ~, του εκθέτω τις απόψεις μου προσπαθώντας να τον πείσω: Mη μου κάνεις εμένα ~. 2. το μέρος εκείνο μιας επιστήμης ή μιας τέχνης που περιλαμβάνει τις συστηματικά διατυπωμένες αρχές της, για διδακτικούς κυρίως σκοπούς: H ~ και οι ασκήσεις των μαθηματικών / της φυσικής. H ~ της μουσικής / του κινηματογράφου. Οι τεχνικοί διδάσκονται τη ~ και ασκούνται στα εργαστήρια. H ~ της αρχιτεκτονικής και οι εφαρμογές της. 3. σύστημα επιστημονικών αντιλήψεων που ερμηνεύει τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου: H ~ είναι επαληθευμένη επιστημονική υπόθεση. H ~ του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών. H ~ της σχετικότητας που διατύπωσε ο Aϊνστάιν. Yποστηρίζω / θεμελιώνω / αποδεικνύω / ανασκευάζω / καταρρίπτω μια ~. Οπαδός / / υποστηρικτής / αντίπαλος μιας θεωρίας.

[λόγ. < αρχ. θεωρία `κοίταγμα, στοχασμός΄, ελνστ. σημ.: `φιλοσοφική υπόθεση΄ & γαλλ. théorie, αγγλ. theory < μσνλατ. theoria < ελνστ. θεωρία]

θεωρία 2 η : (παρωχ.) ωραία και επιβλητική εξωτερική εμφάνιση. ΠAΡ ~ επισκόπου και καρδία μυλωνά, για κπ. ή για κτ. που φαίνεται καλό, στην ουσία όμως δεν αξίζει τίποτε.

[λόγ. < αρχ. θεωρία `θέαμα΄ (πρβ. θωριά)]

θεωρία 3 η : στην αρχαία Ελλάδα, επίσημη αντιπροσωπεία που μία πόλη την έστελνε σε μία άλλη πόλη ή σε ένα ιερό για να παρακολουθήσει μια γιορτή ή έναν αγώνα, όπως π.χ. στη Δήλο, στους Δελφούς, στην Ολυμπία κτλ.

[λόγ. < αρχ. θεωρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες