Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεσπίζω [θespízo] -ομαι Ρ2.1 : εισάγω ένα θεσμό και τον επιβάλλω ως νόμο: Tο κράτος θα θεσπίσει αυστηρά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής / της τρομοκρατίας.
[λόγ. < ελνστ. θεσπίζω (στη νέα σημ.) < αρχ. θεσπίζω `προφητεύω΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. sancio]



