Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεσπέσιος
1 εγγραφή
θεσπέσιος -α -ο [θespésios] Ε6 : που είναι εξαιρετικά ωραίος, που έχει ένα χαρακτήρα θεϊκής, υπερκόσμιας τελειότητας: Θεσπέσια φωνή / μουσική / ομορφιά. Θεσπέσιο άρωμα / θέαμα / πλάσμα. θεσπέσια ΕΠIΡΡ: Οι Σειρήνες τραγουδούσαν ~.

[λόγ. < αρχ. θεσπέσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες