Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμοφόρα
1 εγγραφή
θερμοφόρα η [θermofóra] Ο26 : είδος μικρού σάκου από καουτσούκ που το γεμίζουν με ζεστό νερό και που το χρησιμοποιούν για να ζεσταίνουν τα πόδια ή άλλο τμήμα του σώματος. || Hλεκτρική ~, με ηλεκτρικές αντιστάσεις που ζεσταίνουν τον αέρα που περιέχει.

[λόγ. θερμο- + -φόρ(ος) (ενν. φιάλη) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ., μτφρδ. αγγλ. hot-water bottle ή γερμ. Wärmflasche (πρβ. ελνστ. ὁ θερμοφόρος `βραστήρας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες