Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμοσίφωνας
1 εγγραφή
θερμοσίφωνας ο [θermosífonas] Ο5 & θερμοσίφωνο το [θermosífono] Ο41 : συσκευή που ζεσταίνει και διατηρεί το νερό ζεστό και που συνδέεται με το υδραυλικό δίκτυο για να υπάρχει συνεχής ροή του νερού: ~ του μπάνιου / της κουζίνας / χωρητικότητας πέντε / δέκα λίτρων. Hλεκτρικός / ηλιακός ~. Aνάβω / σβήνω το θερμοσίφωνο. θερμοσιφωνάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. thermosiphon < thermo- = θερμο- + siphon < αρχ. σίφ(ων) -ωνας· θερμοσίφων(ας) μεταπλ. -ο κατά τα άλλα σύνθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες