Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμομονωτικός
1 εγγραφή
θερμομονωτικός -ή -ό [θermomonotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη θερμομόνωση ή που είναι κατάλληλος γι΄ αυτή: Θερμομονωτικά υλικά / κουφώματα.

[λόγ. θερμομόνω(σις) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες