Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμογόνος
1 εγγραφή
θερμογόνος -ος / -α -ο [θermoγónos] Ε14 : που παράγει ή αποβάλλει θερμότητα.

[λόγ. < γαλλ. thermogène < thermo- = θερμο- + -gène = -γόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες