Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θερμιδόμετρο το [θermiδómetro] Ο40 : όργανο που χρησιμοποείται στη θερμιδομετρία για μετρήσεις.
[λόγ. θερμιδ- (δες θερμίδα) -ο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. calorimètre (-mètre = -μετρον)]