Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμιδογόνος
1 εγγραφή
θερμιδογόνος -ος / -α -ο [θermiδoγónos] Ε14 : που έχει την ιδιότητα να παράγει θερμίδες: Tα λίπη έχουν μεγάλη θερμιδογόνο αξία.

[λόγ. θερμιδ- (δες θερμίδα) -ο- + -γόνος μτφρδ. γαλλ. calorifique ή διεθ. calori- + -genic = -γόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες