Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θερμαντικός 1 -ή -ό [θermandikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για την παραγωγή θερμότητας: Bασικές θερμαντικές ύλες είναι το ξύλο, το κάρβουνο, το πετρέλαιο και το υγραέριο. Θερμαντικό σώμα, συσκευή θέρμανσης του αέρα, όπως π.χ. το σώμα του καλοριφέρ. H θερμαντική ικανότητα / ισχύς ενός καυσίμου. || για ζεστό ρόφημα (που καταπολεμάει το κρυολόγημα): Tο τσάι με κονιάκ είναι πολύ θερμαντικό.
[λόγ. < αρχ. θερμαντικός]
- θερμαντικός 2 -ή -ό : θερμιδογόνος.
[λόγ. < θερμαντικός 1 σημδ. γαλλ. calorifique]