Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θερμαγωγός -ός / -ή -ό [θermaγoγós] Ε16 : που μεταβιβάζει τη θερμότητα: Θερμαγωγό σώμα. || Θερμαγωγό δίκτυο, δίκτυο σωληνώσεων που διανέμουν τη θερμότητα στους διάφορους θερμαινόμενους χώρους.
[λόγ. < αρχ. θέρμ(η) `θερμότητα΄ + αγωγ(ός) -ός μτφρδ. γαλλ. conducteur de chaleur ή γερμ. Wärmeleiter]