Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεριστικός
1 εγγραφή
θεριστικός -ή -ό [θeristikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το θέρισμα δημητριακών ή χόρτων, που είναι κατάλληλος γι΄ αυτό: Θεριστική μηχανή. Θεριστικά εργαλεία. 2. (στρατ.): Θεριστική βολή / θεριστικό πυρ, συνεχείς βολές που γίνονται με μικρή μετατόπιση της κάννης του ταχυβόλου όπλου.

[ελνστ. θεριστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες