Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερινός
1 εγγραφή
θερινός -ή -ό [θerinós] Ε1 : που έχει σχέση με το θέρος, που αναφέρεται σ΄ αυτό. ANT χειμερινός. α. που είναι κατάλληλος για το καλοκαίρι, που τον χρησιμοποιούν το καλοκαίρι· καλοκαιρινός: ~ κινηματογράφος. Θερινή στολή. Θερινά ανάκτορα. Θερινά ρούχα και ως ουσ. τα θερινά. ΦΡ (λαϊκ.) το κάνω θερινό (το μαγαζί), προκαλώ σοβαρές ζημιές σε ένα χώρο· ΣYN ΦΡ το κάνω καλοκαιρινό. τα κάνω γυαλιά καρφιά. β. που γίνεται, συμβαίνει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού· καλοκαιρινός: Θερινές διακοπές / ασχολίες. ΦΡ όνειρο* θερινής νυκτός. γ. που ισχύει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ή που ανήκει σ΄ αυτό: Θερινή ώρα. Θερινή περίοδος. || Θερινό ηλιοστάσιο*. θερινά ΕΠIΡΡ: Οι στρατιωτικοί από το Mάιο ντύνονται ~.

[λόγ. < αρχ. θερινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες