Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεριακλής
1 εγγραφή
θεριακλής ο [θerjaklís] Ο8 θηλ. θεριακλού [θerjaklú] Ο37 : (οικ.) για να χαρακτηρίσουμε κπ. που του αρέσει κτ. υπερβολικά και κυρίως το μανιώδη καπνιστή ή αυτόν που του αρέσει υπερβολικά ο καφές.

[θεριακ(ή) -λής με επίδραση των τουρκ. tiryak `θεριακή΄ (< περσ. tiryak < ελνστ. ή μσν. θηριακή), tiryakî `θεριακλής, οπιομανής΄ (< περσ. tiryaki), tiryakîlik `θεριακλίκι΄· θεριακλ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες