Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεραπεύω
1 εγγραφή
θεραπεύω [θerapévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. γιατρεύω. α. απαλλάσσω έναν άνθρωπο ή ένα ζώο από μια ασθένεια, από μια βλάβη ή από μια ανωμαλία, τον επαναφέρω στη φυσιολογική κατάσταση, τον κάνω καλά: Ο γιατρός / το φάρμακο τον θεράπευσε από το έλκος / τη φυματίωση / την κατάθλι ψη. Ο άρρωστος θεραπεύτηκε τελείως, έγινε τελείως καλά. Bγήκε από το νοσοκομείο θεραπευμένος και υγιής όπως πριν. β. καταπολεμώ μια ασθένεια ή αποκαθιστώ μια βλάβη ή μια ανωμαλία του οργανισμού: H σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες. Tα αντιβιοτικά θεραπεύουν τις μολύνσεις. H τύφλωση σε ορισμένες περιπτώσεις θεραπεύεται. ΦΡ (ειρ.) κάποιος / κτ. θεραπεύει πάσαν νόσον* και πάσαν μαλακίαν. 2. (μτφ.) α. διορθώνω ή αντιμετωπίζω κτ.: Πρέπει να θεραπεύσουμε το κακό (π.χ. τρομοκρατία, ναρκωτικά), πριν πάρει μεγάλες διαστάσεις. Mε τις τροπολογίες θεραπεύονται πολλές ελλείψεις και ασάφειες του νομοσχεδίου. Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση. β. ασχολούμαι συστηματικά με την τέχνη, τα γράμματα ή την επιστήμη· καλλιεργώ2, υπηρετώ2. ΦΡ ~ τις Mούσες*.

[λόγ. < αρχ. θεραπεύω `υπηρετώ, λατρεύω, γιατρεύω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες