Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεοβάδιστος
1 εγγραφή
θεοβάδιστος -η -ο [θeováδistos] Ε5 : στην έκφραση το θεοβάδιστο όρος, το όρος Σινά.

[λόγ. < μσν. θεοβάδιστος < θεο-I + βαδισ- (βαδίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες