Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεο
49 εγγραφές [1 - 10]
θεο- [θeo] & θεό- [θeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & θε- [θe], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. θεός ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα, ρήματα και τα παράγωγά τους. I. διατηρώντας τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά της λέξης Θεός: 1α. σε αντικειμενικά σύνθετα, δηλώνει ότι η ρηματική έννοια του β' συνθετικού έχει ως αντικείμενο το Θεό, τα θεία: ~μπαίχτης, ~σεβής, ~φοβούμενος. β. σε ρηματικά επίθετα σε -τος δηλώνει ότι η ενέργεια του β' συνθετικού γίνεται από το Θεό: θεόπεμπτος, θεόπνευστος, θεόσταλτος. || ~κατάρατος, που τον έχει καταραστεί ο Θεός ή, και με αρατική σημασία, που είθε / μακάρι να τον καταραστεί ο Θεός, ~μίσητος· ~σκοτωμένος. γ. δηλώνει ότι αυτό που αναφέρεται ως β' συνθετικό αφορά το Θεό, σχετίζεται με το Θεό: ~γνωσία, ~γονία, ~δικία, ~λογία· ~ποιώ. 2. σε παρατακτικά σύνθετα, προσθέτει τα χαρακτηριστικά της λέξης Θεός στην έννοια του β' συνθετικού: Θεάνθρωπος, Θεός και άνθρωπος συγχρόνως· επωνυμία του Iησού Xριστού. IIα. (λαϊκότρ.) με μεγεθυντική λειτουργία σε σύνθετα ουσιαστικά: ~βάρελο, πολύ μεγάλο βαρέλι· ~κούταλο. || (επιτατικά) ~γυναίκα, όμορφη γυναίκα. β. με επιτατική λειτουργία σε σύνθετα επίθετα· (πρβ. κατα-, ολο-): θεόγυμνος, τελείως γυμνός, ~σκότεινος, θεότρελος, θεόφτωχος.

[I: αρχ. & λόγ. < αρχ. θε(ο)- θ. της λ. θεό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. θεο-λογία & λόγ. < νλατ., διεθ. theo- < αρχ. θεο-: θεο-δικία < γαλλ. théodicée· II: μσν. θεο-: μσν. θεο-χαριτωμένος < αρχ. θεο- (βλ. σημ. I1β): ελνστ. θεο-κατάρατος, θεό-πνευστος)]

θεοβάδιστος -η -ο [θeováδistos] Ε5 : στην έκφραση το θεοβάδιστο όρος, το όρος Σινά.

[λόγ. < μσν. θεοβάδιστος < θεο-I + βαδισ- (βαδίζω) -τος]

θεογνωσία η [θeoγnosía] Ο25 : η γνώση του Θεού και των εντολών του και η συμμόρφωση προς αυτές. ΦΡ βάζω / φέρνω κπ. σε ~, τον συμμορφώνω, τον οδηγώ στο σωστό δρόμο.

[λόγ. < ελνστ. θεογνωσία]

θεογονία η [θeoγonía] Ο25 : η καταγωγή και η γέννηση των θεών, η γενεαλογία τους. || η σχετική παράδοση, διήγηση: H «Θεογονία» του Hσιόδου.

[λόγ. < αρχ. θεογονία]

θεόγυμνος -η -ο [θeójimnos] Ε5 : που δε φοράει κανένα ρούχο, τελείως γυμνός· ολόγυμνος, τσίτσιδος: Έβγαλε όλα της τα ρούχα κι έμεινε θεόγυμνη.

[θεο-II + γυμν(ός) -ος]

θεοδικία η [θeoδikía] Ο25 : 1. η κρίση του Θεού για την αθωότητα ή την ενοχή ενός κατηγορουμένου, που εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια· θεοκρισία. 2. (φιλοσ.) η δικαίωση του Θεού για τη δημιουργία και την ύπαρξη του κακού στον κόσμο.

[λόγ. < γαλλ. théodicée < théo- = θεο-I + dicée < αρχ. δίκ(η) -ία]

θεοδόλιχος ο [θeoδólixos] Ο19 : όργανο που χρησιμοποιείται για μετρήσεις γωνιών στην αστρονομία και στην τοπογραφία.

[λόγ. < γαλλ. théodolite με παρετυμ. αρχ. δολιχός `μακρύς, μακρινός΄]

θεοκατάρατος -η -ο [θeokatáratos] Ε5 : που τον έχει ή μακάρι να τον έχει καταραστεί ο Θεός.

[ελνστ. θεοκατάρατος]

θεόκουφος -η -ο [θeókufos] Ε5 : τελείως κουφός: Φώναξέ τον πιο δυνατά, δεν ακούει· είναι ~.

[θεο-II + κουφ(ός) -ος]

θεοκρατία η [θeokratía] Ο25 : πολιτικό σύστημα στο οποίο η εξουσία, που πηγή της θεωρείται ο Θεός, ασκείται από τον κλήρο σύμφωνα με τους κανόνες της θρησκείας.

[λόγ. < ελνστ. θεοκρατία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες