Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεμέλιος
1 εγγραφή
θεμέλιος -α -ο [θemélios] Ε6 : (λόγ.) μόνο στην έκφραση ~ λίθος: α. η πρώτη πέτρα που τοποθετείται συνήθ. σε επίσημη τελετή κατά τη θεμελίωση ενός κτιρίου: Ο υπουργός έβαλε το θεμέλιο λίθο του νέου δικαστικού μεγάρου. β. (μτφ.) για ό,τι αποτελεί τη βάση ενός θεσμού, μιας κοσμοθεωρίας κτλ.: Tο κοινοβούλιο αποτελεί το θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. θεμέλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες