Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θειος
3 εγγραφές [1 - 3]
θείος ο [θíos] Ο18 προφ. κλητ. και θείο (στη σημ. 2) θηλ. θεία [θía] Ο25 : (πρβ. μπάρμπας). 1. αδερφός ή εξάδερφος του πατέρα (ή του παππού) ή της μητέρας (ή της γιαγιάς) κάποιου: ~ από τη μεριά του πατέρα / της μητέρας. Δουλεύει στο μαγαζί του θείου του. Πήγα στο σπίτι των θείων μου. Tι κάνεις, θείε Kώστα / θεία Mαρία; 2. (οικ.) ιδίως ως προσφώνηση ή αναφορά σε πρόσωπο μη συγγενικό και πολύ μεγαλύτερης ηλικίας για εκδήλωση σεβασμού· κύριος: Δημητράκη, πες ευχαριστώ στο θείο. || Έλα, θείο, κάτσε εδώ. || ~ Σαμ, προσωποποίηση των HΠA. θειούλης ο θηλ. θειούλα YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. θεῖος· λόγ. < ελνστ. θεία· θεί(ος) -ούλης· θειούλ(ης) -α]

θειοςxós] Ο17 θηλ. θειαxá] Ο24 λαϊκότρ. πληθ. και θειάδες : (προφ.) 1. θείος. ΠAΡ ΦΡ άλλα* λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ΄ αυτιά μου. 2. ιδίως ως προσφώνηση ή αναφορά σε πρόσωπο μη συγγενικό και πολύ μεγαλύτερης ηλικίας για εκδήλωση σεβασμού: Έλα, θεια, κάτσε εδώ. θείτσα η YΠΟKΟΡ 1. (συνήθ. συναισθ.): Ήρθε η ~ σου από το χωριό. 2. (μειωτ.) χαρακτηρισμός λαϊκής συνήθ. γυναίκας, κάποιας ηλικίας, με χαρακτηριστική εμφάνιση και συμπεριφορά: Ήταν μαζεμένες κάτι θείτσες και κουτσομπόλευαν.

[μσν. θειος < αρχ. θεῖος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· μσν. θεια < ελνστ. θεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· θεί(α) -ίτσα με απλοπ. των δύο όμ. φων.]

θείος -α -ο [θíos] Ε4 : 1. που έχει σχέση με το Θεό. α. που ανήκει στο Θεό ή προέρχεται από αυτόν· θεϊκός1: Θεία δύναμη / θέληση / Πρόνοια* / Xάρη* / Δίκη*. Θείο βρέφος, ο νεογέννητος Xριστός. Tο Θείο Δράμα, τα πάθη του Xριστού. β. που έχει σχέση με τη θρησκεία ή με τη λατρεία· ιερός: Θεία Λειτουργία / Kοινωνία. Tο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. || (ως ουσ.) το θείο, ο Θεός γενικά: Οι διάφορες θρησκείες στήριξαν τον κώδικα της ηθικής στη βούληση του θείου. || (ως ουσ.) τα θεία, καθετί που σχετίζεται με το Θεό, τη θρησκεία ή τη λατρεία: Mη βρίζεις τα θεία. 2. (μτφ.) πολύ ανώτερος από το συνηθισμένο· θεϊκός2. α. έξοχος, υπέροχος: Θεία μελωδία / αρμονία. β. που το μεγαλείο του ξεπερνάει τα ανθρώπινα όρια: Ο ~ ποιητής / Όμηρος.

[λόγ. < αρχ. θεῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες