Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θεατρόφιλος -η -ο [θeatrófilos] Ε5 : (για πρόσ.) που αγαπάει το θέατρο και πηγαίνει συχνά σε θεατρικές παραστάσεις: Tο θεατρόφιλο κοινό. || (ως ουσ.) ο θεατρόφιλος: H ματαίωση των παραστάσεων απογοήτευσε τους θεατρόφιλους.
[λόγ. < αγγλ. theatrophil < theatro- < αρχ. θέατρο(ν) + -phil = -φιλος]