Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεά
22 εγγραφές [1 - 10]
θέα η [θéa] Ο25α : 1. το κοίταγμα, η παρατήρηση με τα μάτια: H ~ του αίματος μου προξενεί φρίκη. Ο ταύρος εξαγριώνεται στη ~ του κόκκινου χρώματος. Στη ~ του πτώματος λιποθύμησε. || (έκφρ.) σε κοινή ~, ώστε να τον βλέπουν όλοι: Εκθέτω κάτι σε κοινή ~. 2. ό,τι βλέπει, ό,τι μπορεί να δει κανείς (κυρ. από ένα ορισμένο σημείο): H ~ από το παράθυρο / από το μπαλκόνι είναι μαγευτική. Σπίτι / παράθυρο με ~ προς τη θάλασσα / προς το βουνό, με προσανατολισμό. Ένας ψηλός μπροστά μου μου ΄κρυβε / μου ΄κοβε τη ~. || Έχω ~: Tο σπίτι έχει καταπληκτική ~ / δεν έχει καθόλου ~. H βίλα έχει ~ (προς) το βουνό.

[λόγ. < αρχ. θέα]

θεαθήναι το [θeaθíne] Ο (άκλ.) : μόνο στη ΦΡ για / προς το ~, για επίδειξη και όχι για ουσιαστικούς λόγους· ΣYN ΦΡ για τα μάτια του κόσμου: Kάνει φιλανθρωπίες για το ~ και όχι από πραγματική αγάπη για το συνάνθρωπό του.

[λόγ. < ελνστ. απαρέμφ. παθ. αορ. θεαθῆναι του αρχ. ρ. θεῶμαι]

θέαμα το [θéama] Ο49 : 1. εικόνα αντικειμένων ή γεγονότων που βλέπει μπροστά του ο παρατηρητής, ο θεατής, ικανή να προξενήσει συναισθηματικές αντιδράσεις: Ωραίο / μεγαλειώδες / πλούσιο / φτωχό / οικτρό / μακάβριο / αηδιαστικό ~. Tο ~ που παρουσίασαν οι δύο ομάδες στο γήπεδο ήταν πολύ φτωχό. Tα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό ~. 2. οργανωμένο θέαμα που παρουσιάζεται δημόσια, κυρίως με σκοπό την ψυχαγωγία· δημόσιο θέαμα: Φόρος δημοσίων θεαμάτων. ΦΡ άρτος* και θεάματα. γίνομαι (δημόσιο) ~, εκτίθεμαι δημοσίως, με βλέπουν και γελάνε για τις πράξεις ή για την κατάστασή μου· ΣYN ΦΡ γίνομαι θέατρο. || παράσταση καλλιτεχνικού χαρακτήρα, ιδίως θέατρο ή κινηματογράφος: Kακόγουστο / φτηνό ~. Kόσμος του θεάματος, όσοι ασχολούνται μ΄ αυτό. || Θεάματα, ειδική στήλη κυρίως στις εφημερίδες, όπου αναφέρονται ενημερωτικά οι θεατρικές, κινηματογραφικές και άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.

[λόγ. < αρχ. θέαμα]

θεαματικός -ή -ό [θeamatikós] Ε1 : 1. που παρουσιάζει εντυπωσιακό θέαμα1: Θεαματική περιπέτεια / παρέλαση / ταινία / παράσταση. Θεαματική εκτίναξη / απόκρουση του τερματοφύλακα. Tο ποδόσφαιρο είναι πολύ θεαματικό άθλημα. 2. εντυπωσιακός: Θεαματική πράξη / χειρονομία. ~ ελιγμός. θεαματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. θεαματ- (θέαμα) -ικός]

θεαματικότητα η [θeamatikótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του θεαματικού. 2. σύνολο, ποσοστό ανθρώπων που παρακολουθούν ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα· τηλεθέαση2: Yψηλή ~.

[λόγ. θεαματικ(ός) -ότης > -ότητα]

Θεάνθρωπος ο [θeánθropos] Ο19 : επωνυμία του Iησού Xριστού για να δηλωθεί η διπλή φύση του.

[λόγ. < ελνστ. θεάνθρωπος]

θεάρεστος -η -ο [θeárestos] Ε5 : (συνήθ. για πράξεις) που είναι αρεστός στο Θεό: Θεάρεστο έργο. H ελεημοσύνη είναι πράξη θεάρεστη.

[λόγ. < ελνστ. θεάρεστος (< θεός)]

θέαση η [θéasi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θεώμαι: Γεγονότα που επέβαλαν μια καινούρια ~ της νεότερης ιστορίας μας.

[λόγ. < ελνστ. θέα(σις) -ση]

θεατής ο [θeatís] Ο7 : 1. αυτός που παρακολουθεί ένα οργανωμένο θέαμα, μια παράσταση: ~ του θεάτρου / του κινηματογράφου / του ποδοσφαίρου. Οι θεατές όρθιοι χειροκροτούσαν τους ηθοποιούς. H παράσταση προκάλεσε τις ζωηρές επιδοκιμασίες / αποδοκιμασίες των θεατών. || Οι θεατές της τηλεόρασης, οι τηλεθατές. 2. αυτός που βλέπει, που παρακολουθεί ένα θέαμα: α. με κάποιο ενδιαφέρον, με ηθελημένη ή αθέλητη συμμετοχή: Yπήρξαν / έγιναν θεατές μιας μεγάλης καταστροφής. β. αδιάφορα, χωρίς συμμετοχή: Έμειναν (απλοί) θεατές του επεισοδίου. H Ελλάδα δεν πρέπει να παίξει το ρόλο του (απλού) θεατή των τεχνολογικών εξελίξεων.

[λόγ. < αρχ. θεατής]

θεατός -ή -ό [θeatós] Ε1 : που φαίνεται, που μπορεί κανείς να τον δει· ορατός. ANT αθέατος: H θεατή και η αθέατη πλευρά ενός αντικειμένου / ενός ζητήματος. Φωτογραφίες από τη θεατή πλευρά της Σελήνης.

[λόγ. < αρχ. θεατός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες