Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαυματοποιός
1 εγγραφή
θαυματοποιός ο [θavmatopiós] Ο17 : 1. αυτός που κάνει θαύματα: Είμαι γιατρός, δεν είμαι ~. 2. αυτός που κάνει ταχυδακτυλουργικά τεχνάσμα τα· ταχυδακτυλουργός: Aκροβάτες και θαυματοποιοί διασκέδαζαν τον κόσμο.

[λόγ. < αρχ. θαυματοποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες