Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαυμαστός
1 εγγραφή
θαυμαστός -ή -ό [θavmastós] Ε1 : που προκαλεί το θαυμασμό· αξιοθαύμαστος: Έχει μια θαυμαστή ικανότητα να πείθει τους συνομιλητές του. Ο ~ κόσμος των ζώων. (έκφρ.) Mέγας είσαι, Kύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου: α. (εκκλ.) έκφραση θαυμασμού μπροστά στο θεϊκό μεγαλείο. β. (γενικότ.) έκφραση έντονης έκπληξης για κτ. θαυμαστά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. θαυμαστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες