Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαυμάζω
1 εγγραφή
θαυμάζω [θavmázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αισθάνομαι θαυμασμό για κπ. ή για κτ.: ~ το μεγαλείο της φύσης / την πρόοδο της επιστήμης / τα επιτεύγματα του πολιτισμού. ~ τις αρετές / τα κατορθώματα / την ομορφιά κάποιου. ~ έναν ηθοποιό / έναν πολιτικό / έναν ποδοσφαιριστή. Σε ~ για την υπομονή / την αντοχή / το θάρρος σου. 2. παρατηρώ, κοιτάζω κπ. ή κτ. με θαυμασμό: Kαθισμένοι σ΄ ένα βράχο θαυμάζαμε το υπέροχο τοπίο / το ηλιοβασίλεμα. Στεκόταν με τις ώρες μπροστά στο ζωγραφικό πίνακα και τον θαύμαζε. Kάθε Kυριακή στο γήπεδο θαυμάζει τον αγαπημένο του ποδοσφαιριστή. 3. εκπλήσσομαι, απορώ για κτ.: ~ το κουράγιο / το θράσος / την επιμονή / την αφοσίωσή σου.

[λόγ. < αρχ. θαυμάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες