Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θανατερός -ή -ό [θanaterós] Ε1 : (λογοτ.) που μπορεί να προκαλέσει το θάνατο, θανατηφόρος.
[μσν. θανατερός < θανατηρός με τροπή του άτ. [ir > er] < θάνατ(ος) -ηρός]