Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θανατάς
1 εγγραφή
θανατάς ο [θanatás] Ο1 : (οικ.) μόνο στην έκφραση είναι / έπεσε του θανατά: α. είναι ετοιμοθάνατος, κοντεύει να πεθάνει· ΣYN ΦΡ είναι του πεθαμού. β. (μτφ.) είναι σε πολύ κακή (ψυχολογική) κατάσταση: Tην άφησε ο άντρας της και είναι / έπεσε του θανατά.

[θάνατ(ος) -άς (“αυτός που έχει επάγγελμα το θάνατο”, δηλ. ο χάρος) ή ίσως μσν. φρ. του θανατάν `του πεθαμού΄, από έναρθρο απαρέμφ. του αρχ. ρ. θανατῶ `είμαι ετοιμοθάνατος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες