Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θαμπωτικός -ή -ό [θambotikós] Ε1 : που θαμπώνει, που καθιστά κτ. θαμπό.
[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του θαμβωτικός < θαμβω- (θαμβώνω δες στο θαμπώνω) -τικός]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του θαμβωτικός < θαμβω- (θαμβώνω δες στο θαμπώνω) -τικός]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |