Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαλάμη
3 εγγραφές [1 - 3]
θαλάμη η [θalámi] Ο30 : 1. το κοίλωμα των πυροβόλων όπλων μέσα στο οποίο μπαίνει το βλήμα: ~ τουφεκιού / κανονιού. 2. το θαλάμι.

[λόγ.: 2: αρχ. θαλάμη· 1: σημδ. γαλλ. chambre]

θαλαμηγός η [θalamiγós] Ο34 : πολυτελές επιβατικό σκάφος, συνήθ. ιδιωτικό, που χρησιμοποιείται για ταξίδια αναψυχής· (πρβ. κότερο, γιοτ): Tο καλοκαίρι θα κάνω κρουαζιέρα στα νησιά με μια θαλαμηγό.

[λόγ. < ελνστ. θαλαμηγός (ενν. ναῦς) (αιγυπτιακό πλοίο με καμπίνες)]

θαλαμηπόλος ο [θalamipólos] Ο18 : υπηρέτης που φροντίζει για την τακτοποίηση δωματίων· (πρβ. καμαριέρης, καμαρότος): Yπηρέτησε ως ~ στο ανάκτορο.

[λόγ. < ελνστ. ὁ θαλαμηπόλος `ευνούχος καμαριέρης΄, αρχ. ἡ θαλαμηπόλος `καμαριέρα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες