Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θίασος
1 εγγραφή
θίασος ο [θíasos] Ο19 : 1. ομάδα καλλιτεχνών, συνήθ. ηθοποιών, που συνεργάζονται και παρουσιάζουν ως σύνολο ένα καλλιτεχνικό θέαμα: ~ πρόζας / οπερέτας. Ο ~ του εθνικού θεάτρου. Ερασιτεχνικός ~. Διευθυντής θιάσου. Περιοδεύοντες θίασοι δίνουν παραστάσεις σε επαρχιακές πόλεις. Συγκροτώ / σχηματίζω / φτιάχνω ένα θίασο. Όλος ο ~ επί σκηνής, και ειρωνικά ή πειραχτικά για ομάδα ατόμων που εμφανίζονται κάπου με έναν τρόπο κάπως πανηγυρικό. 2. στην αρχαιότητα, όμιλος ανθρώπων που τελούσαν μια θρησκευτική τελετή.

[λόγ. < αρχ. θίασος `βακχικός όμιλος, θρησκευτική συντεχνία, ομάδα΄ σημδ. γαλλ. troupe]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες