Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θέσπισμα
1 εγγραφή
θέσπισμα το [θéspizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του θεσπίζω και με επέκταση διαταγή, κυρίως ως νομικός όρος: Kλητήριο ~, έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί στο δικαστήριο ως κατηγορούμενος.

[λόγ. < μσν. θέσπισμα (στη νέα σημ.) < αρχ. θέσπισμα `προφητεία΄ σημδ. (μσν.) λατ. sanctio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες