Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θέλγητρο το [θéljitro] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : η ελκτική δύναμη που διαθέτει και που ασκεί κάποιος ή κτ.· γοητεία: Nέοι κόσμοι, γεμάτοι από το ~ του αγνώστου. Γυναίκα που κανένας δεν μπορεί ν΄ αντισταθεί στα θέλγητρά της.
[λόγ. < αρχ. θέλγητρον]



