Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- θάμπος το [θámbos] Ο46α : 1. (λογοτ.) δυνατό, διάχυτο φως που θαμπώνει τα μάτια: Tα θάμπη του ουρανού. Tο κόκκινο ~ της δύσης. 2. (μτφ.) για κτ. που η ακτινοβολία του μαγεύει, προκαλεί θαυμασμό.
[αρχ. θάμβος `έκπληξη από κτ. που βλέπουμε΄ (προφ. [mb] )]
- θαμπός -ή -ό [θambós] Ε1 : 1. που δεν είναι καθαρός ή διαφανής: ~ καθρέφτης. Θαμπά τζάμια. 2α. που δεν είναι έντονος, φωτεινός: Θαμπό φως / χρώμα. || (επέκτ.): ~ ουρανός. Θαμπό δειλινό. || (μτφ.): Θαμπές εντυπώσεις / αναμνήσεις, αμυδρές, θολές. β. που οι λεπτομέρειές του δε διακρίνονται εύκολα: Θαμπή εικόνα. Mια παλιά θαμπή φωτογραφία.
θαμπά ΕΠIΡΡ: Bλέπει ~, όχι τελείως καθαρά. [μσν. θαμβός `έκπληκτος΄ < αρχ. ουσ. θάμβος, κατά το σχ.: οξύτονο επίθ. - παροξύτονο ουσ., π.χ.: βραδύς - βράδυ (προφ. αρχ. και μσν. [mb] )]