Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θάμβος
1 εγγραφή
θάμβος το [θámvos] Ο46 : (λόγ.) το θάμπος.

[λόγ. < αρχ. θάμβος (προφ. [mb] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες