Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηυξημένος -η -ο [ifksiménos] Ε3 μππ. του αυξάνω : (λόγ.) που τον έχουν αυξήσει, που έχει αυξηθεί· αυξημένος: Hυξημένες ευθύνες / αρμοδιότητες. Hυξημένη περιεκτικότητα σε οξέα.
[λόγ. < αρχ. ηὐξημένος μππ. του αὐξάνω]