Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ησυχία
1 εγγραφή
ησυχία η [isixía] Ο25α : 1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία θορύβου: Mέσα στην αίθουσα επικρατούσε άκρα / απόλυτη ~. Mέσα στην ~ της νύχτας. Mετακομίσαμε σ΄ αυτή τη γειτονιά για περισσότερη ~. Hσυχία! (ως προτροπή ή προσταγή) μη θορυβείτε, μη μιλάτε. Ώρες κοινής ησυχίας, κατά τις οποίες απαγορεύεται η πρόκληση θορύβου. Διατάραξη της κοινής ησυχίας. || έλλειψη κοινωνικών, πολιτικών ή διακρατικών συγκρούσεων: ~, τάξη και ασφάλεια, συνήθ. ειρωνική απάντηση, που υποδηλώνει την απουσία δράσης. 2. απουσία κίνησης και δράσης: ~ δεν έχει αυτό το παιδί! || αίσθηση ηρεμίας, γαλήνης και ασφάλειας: H σκέψη του δε με αφήνει να βρω ~. Άσε με στην ~ μου, μη μ΄ ενοχλείς. Επιτέλους βρήκα την ~ μου!

[αρχ. ή λόγ. < αρχ. ἡσυχία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες