Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημισέληνος
1 εγγραφή
ημισέληνος η [imisélinos] Ο36 : καθετί που έχει σχήμα μισοφέγγαρου ή εικονίζει μισοφέγγαρο, συνήθ. η τουρκική σημαία: Στα κατεχόμενα εδάφη της Kύπρου υψώθηκε η ~. || ως σύμβολο του μουσουλμανισμού: Πάλη του σταυρού με την ημισέληνο. || Ερυθρά Hμισέληνος, οργάνωση των μουσουλμανικών χωρών, αντίστοιχη με τον Ερυθρό Σταυρό.

[λόγ. ημι- + σελήν(η) -ος κατά το πανσέληνος και το γαλανόλευκος μτφρδ. τουρκ. yarιmay ή γερμ. Halbmond]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες