Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημιπερίοδος
2 εγγραφές [1 - 2]
ημιπερίοδος 1 η [imiperíoδos] Ο36 : (γραμμ.) το τμήμα της περιόδου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις με νοηματική αυτοτέλεια, οι οποίες όμως δε δίνουν ολοκληρωμένο νόημα: Στο γραπτό λόγο η ~ βρίσκεται ανάμεσα σε τελεία και άνω τελεία ή ανάμεσα σε δύο άνω τελείες.

[λόγ. ημι- + περίοδος3 μτφρδ. αγγλ. semi-colon “μισό colon”: το αντίστοιχο σύμβολο προς την άνω τελεία, που χωρίζει μικρότερα μέρη μιας περιόδου < αγγλ. colon (διπλή τελεία που χωρίζει δύο μέρη μεγαλύτερης περιόδου) < αρχ. κῶλον `μέρος περιόδου΄ (για αποφυγή της χρήσης του αρχ. όρου κῶλον)]

ημιπερίοδος 2 η : εξεταστική περίοδος στο πανεπιστήμιο, κατά την οποία οι φοιτητές είχαν δικαίωμα να εξεταστούν σε περιορισμένο αριθμό μαθημάτων.

[λόγ. ημι- + περίοδος1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες