Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημιμαθής -ής -ές [imimaθís] Ε10 : που οι γνώσεις του είναι ατελείς, ανεπαρκείς και συγκεχυμένες, κυρίως στον τομέα που διατείνεται ότι κατέχει.
[λόγ. < ελνστ. ἡμιμαθής `που δεν έχει συμπληρώσει τη μαθητεία του΄ σημδ. γαλλ. demi-savant]