Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημιμαθής
1 εγγραφή
ημιμαθής -ής -ές [imimaθís] Ε10 : που οι γνώσεις του είναι ατελείς, ανεπαρκείς και συγκεχυμένες, κυρίως στον τομέα που διατείνεται ότι κατέχει.

[λόγ. < ελνστ. ἡμιμαθής `που δεν έχει συμπληρώσει τη μαθητεία του΄ σημδ. γαλλ. demi-savant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες