Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημιδιαφανής -ής -ές [imiδiafanís] Ε10 : που δεν είναι τελείως διαφανής· που τα αντικείμενα τα οποία βρίσκονται πίσω του δε διακρίνονται καθαρά: Hμιδιαφανές τζάμι.
[λόγ. ημι- + διαφανής μτφρδ. αγγλ. semitrans parent ή γαλλ. demi-transparent]