Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημερώνω [imeróno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. ήμερο ή γίνομαι ήμερος, συνήθ. μτφ.· καθησυχάζω, καταπραΰνω, απαλύνω.
[μσν. ημερώνω < αρχ. ἡμε ρ(ῶ) -ώνω]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. ημερώνω < αρχ. ἡμε ρ(ῶ) -ώνω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |