Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημερώνω
1 εγγραφή
ημερώνω [imeróno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. ήμερο ή γίνομαι ήμερος, συνήθ. μτφ.· καθησυχάζω, καταπραΰνω, απαλύνω.

[μσν. ημερώνω < αρχ. ἡμε ρ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες