Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημεδαπός -ή -ό [imeδapós] Ε1 : που κατάγεται ή προέρχεται από την ίδια χώρα με αυτήν του ομιλητή. ANT αλλοδαπός, ξένος: Hμεδαποί γιατροί. Οι ημεδαποί δικηγόροι μπορούν ελεύθερα να εγκατασταθούν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. || (ως ουσ.) ο ημεδαπός: Είσοδος ημεδαπών σε αεροδρόμιο. || (λόγ., ως ουσ.) η ημεδαπή, το εσωτερικό μιας χώρας. ANT αλλοδαπή.
[λόγ. < αρχ. ἡμεδαπός]