Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημίτονο το [imítono] Ο42 : (μαθημ.) διανυσματικό μέγεθος στην τριγωνομετρία: Tο ~ γωνίας 90Γ είναι ίσο με τη μονάδα.
[λόγ. ημι- + αρχ. τόν(ος) `κορδόνι, πτυχή΄ -ον (ουδ. κατά το διάνυσμα) μτφρδ. γαλλ. sinus (στη νέα σημ.) < λατ. sinus `πτυχή της τηβέννου΄· η γαλλ. λ. είναι μετάφραση του αραβ. djayb `πτυχή ρούχου, μισή χορδή του διπλού τόξου΄]