Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ημίπληκτος -η -ο [imípliktos] Ε5 : που έχει πάθει ημιπληγία.
[λόγ. ημι- + πληκ- (πλήττω) -τος (πρβ. μσν. ημίπληκτος `μισοχτυπημένος΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. ημι- + πληκ- (πλήττω) -τος (πρβ. μσν. ημίπληκτος `μισοχτυπημένος΄)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |