Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημίπληκτος
1 εγγραφή
ημίπληκτος -η -ο [imípliktos] Ε5 : που έχει πάθει ημιπληγία.

[λόγ. ημι- + πληκ- (πλήττω) -τος (πρβ. μσν. ημίπληκτος `μισοχτυπημένος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες