Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλιοκεντρικός -ή -ό [iliokendrikós] Ε1 : που θεωρεί τον ήλιο ως κέντρο του ηλιακού συστήματος ή όλου του σύμπαντος· (πρβ. γεωκεντρικός): Hλιοκεντρικό σύστημα, το αστρονομικό σύστημα του Kοπέρνικου που έδειξε ότι ο ήλιος είναι το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος.
[λόγ. < διεθ. helio- = ηλιο- + centr- < αρχ. κέντρ(ον) -ic = -ικός]