Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλιοκαμένος
1 εγγραφή
ηλιοκαμένος -η -ο [ilokaménos] Ε3 : που το δέρμα του έχει πάρει από τον ήλιο ένα ωραίο σκούρο, μελαψό χρώμα, που έχει μαυρίσει από τον ήλιο· ηλιοψημένος.

[ηλιο- + καμένος μππ. του καίω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες