Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλιοθεραπεία
1 εγγραφή
ηλιοθεραπεία η [iloθerapía] Ο25 : έκθεση του σώματος στον ήλιο συνήθ. για μαύρισμα, αλλά και για θεραπευτικούς σκοπούς: Kάθε μέρα έπαιρνε την ψάθα του και κατέβαινε στην αμμουδιά για ~.

[λόγ. < γαλλ. hélio thérapie < hélio- = ηλιο- + -thérapie = -θεραπεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες