Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλεκτρολόγος
1 εγγραφή
ηλεκτρολόγος ο [ilektrolóγos] Ο18 θηλ. ηλεκτρολόγος [ilektrolóγos] Ο35 : α. τεχνίτης ή τεχνικός ειδικευμένος στην ηλεκτρολογία· (πρβ. ηλεκτροτεχνίτης): Οι ηλεκτρολόγοι και οι υδραυλικοί είναι σήμερα περιζήτητοι. ~ αυτοκινήτων. || ειδικός τεχνίτης του θεάτρου που ασχολείται με το φωτισμό. β. επιστήμονας ειδικευμένος στην ηλεκτρολογία: Σπουδάζει ~ μηχανικός.

[λόγ. ηλεκτρο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες