Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλεκτρολογία
1 εγγραφή
ηλεκτρολογία η [ilektrolojía] Ο25 : κλάδος των φυσικών επιστημών που ασχολείται με τις πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού: Σπουδάζει ~.

[λόγ. < γαλλ. électrologie < électro- = ηλεκτρο- + -logie = -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες