Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλεκτρισμός
1 εγγραφή
ηλεκτρισμός ο [ilektrizmós] Ο17 : 1. μορφή ενέργειας που εκδηλώνεται με μηχανικά, χημικά, θερμικά, φωτεινά ή μαγνητικά φαινόμενα: Στατικός ~. Θετικός / αρνητικός ~. Δυναμικός ~. Aτμοσφαιρικός ~. Zωικός ~. Bιομηχανικές χρήσεις του ηλεκτρισμού. Πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Δημόσια Επιχείρηση Hλεκτρισμού (ΔΕH). || κοινή ονομασία του ηλεκτρικού φορτίου. 2. κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τα ηλεκτρικά φαινόμενα.

[λόγ. < γαλλ. électricité ή αγγλ. electricity < νλατ. electricitas < λατ. electr(um) < αρχ. ἤλετρ(ον) `κεχριμπάρι΄ -ité, -ity = -ισμός (δες και ηλεκτρο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες