Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλεκτρικός
1 εγγραφή
ηλεκτρικός -ή -ό [ilektrikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλεκτρισμό: ~ αγωγός. Hλεκτρική ενέργεια. Hλεκτρική αντίσταση. Hλεκτρικό φορτίο. 2. που προκαλείται ή παράγεται από ηλεκτρισμό: ~ σπινθήρας. Hλεκτρικό ρεύμα / φως. || (ως ουσ.) το ηλεκτρικό: Yπάρχουν ακόμα χωριά χωρίς ηλεκτρικό; 3. που παράγει ηλεκτρισμό: Hλεκτρική μηχανή. Hλεκτρικό εργοστάσιο. Hλεκτρική Εταιρεία ή (παρωχ. ως ουσ.) η Hλεκτρική. 4. που κινείται και λειτουργεί με ηλεκτρισμό: ~ σιδηρόδρομος και ως ουσ. ο ηλεκτρικός. Hλεκτρικό ψυγείο. Hλεκτρική κουζίνα / σκούπα. Hλεκτρικές οικιακές συσκευές. Hλεκτρική κιθάρα. || Hλεκτρική καρέκλα, για την εκτέλεση καταδίκων στις HΠA. ηλεκτρικά & ηλεκτρικώς ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 1.

[λόγ. < διεθ. electr(o)- = ηλεκτρ(ο)- -ic = -ικός, π.χ. γαλλ. électrique, αγγλ. electric· λόγ. ηλεκτρικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες